Flight Review: Lufthansa Airbus A350 Business Class (IAD-MUC)
Πριν λίγες μέρες μοιράστηκα μαζί σας τις εντυπώσεις μου από τη Signature Class της Air Canada. Η πτήση Λονδίνο – Τορόντο ήταν το πρώτο σκέλος ενός ταξιδιού με τελικό προορισμό την Ουάσινγκτον, κάτι που σημαίνει ότι με κάποιον τρόπο θα έπρεπε να επιστρέψω κιόλας από την αμερικανική πρωτεύουσα. Ο δρόμος του γυρισμού στο Λονδίνο περιελάμβανε μία ενδιάμεση στάση, το Μόναχο. Κύκλος μεν, πλην όμως θα είχα τη δυνατότητα να δω τη business class της Lufthansa σε ένα Airbus A350 δε.
Αγορά του εισιτηρίου
Όπως είχα αναφέρει στην παρουσίαση της Signature Class της Air Canada, για το ταξίδι μου εξαργύρωσα μίλια από το πρόγραμμα Miles+Bonus της Aegean Airlines. Το συνολικό κόστος για δύο άτομα ήταν στα 180.000 μίλια και €1.140,56 για τέσσερις πτήσεις (δύο στο «πήγαινε» και άλλες τόσες στο «έλα») όλες σε business (I) θέση.
Αν υπάρχει κάτι επιπρόσθετο που θα ήθελα να προσθέσω εδώ, είναι πως οι πτήσεις της Lufthansa ήταν και εκείνες που ανέβασαν το κόστος. Χαρακτηριστικά αναφέρω πως αν έκλεινα ολόκληρη τη διαδρομή (και τις τέσσερις πτήσεις δηλαδή) με εταιρεία του Lufthansa Group (Lufthansa, Austrian, Swiss), τότε το συνολικό κόστος εκτοξευόταν πάνω από τα €2.500, καθιστώντας την εξαργύρωση από πολύ λιγότερο συμφέρουσα μέχρι ασύμφορη. Περισσότερα γι’ αυτό όμως μπορείτε να διαβάσετε στο εξαιρετικά κατατοπιστικό σχετικό κείμενό μας.
Check-in και επιβίβαση
Το check-in ξεκίνησε στην ώρα του. Η πτήση ήταν προγραμματισμένη για τις 22:15 παραμονή Πρωτοχρονιάς, οπότε όπως φαντάζεστε το αεροδρόμιο Dulles ήταν σχεδόν έρημο. Η επιβίβαση έγινε από δύο πύλες: τη B47 για τους επιβάτες της business class και τη B45 για όλους τους υπόλοιπους. Λίγα μέτρα πριν περάσουμε στο αεροσκάφος, υπήρχε ένα σταντ με εφημερίδες και περιοδικά –δυστυχώς όμως μόνο δύο από τις πρώτες ήταν στα Αγγλικά, αφού όλα τα υπόλοιπα ήταν στα Γερμανικά.
Το πλήρωμα ήταν στις θέσεις του καλωσορίζοντάς μας και παίρνοντας παλτά και σακάκια. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η πληρότητα της business class που εν αντιθέσει με το υπόλοιπο αεροσκάφος (με μια πρόχειρη ματιά, υπολόγισα ότι θα πρέπει να ήταν γεμάτο κατά το ήμισυ), οι κενές θέσεις ήταν ελάχιστες και μετριούνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Καμπίνα και θέσεις
Η business class της Lufthansa υιοθετεί διάταξη 2-2-2, κάτι που εξ αρχής δημιουργεί προβλήματα. Αφ’ ενός δεν υπάρχει κανένα χώρισμα ανάμεσα στα ζευγάρια καθισμάτων με αποτέλεσμα να μην υφίσταται η παραμικρή ιδιωτικότητα. Αφ’ ετέρου, εκείνοι που θα επιλέξουν να καθίσουν δίπλα στα παράθυρα, θα έχουν δύσκολο έργο κάθε φορά που θα θέλουν να αφήσουν τη θέση τους για τον οποιοδήποτε λόγο (ξεμούδιασμα, τουαλέτα, αναζήτηση αντικειμένων) αφού θα πρέπει να περάσουν πάνω από τον διπλανό τους. Φαντάζεστε πόσο άβολη θα είναι η κατάσταση αν εκείνος έχει αποφασίσει να «ρίξει» το κάθισμα για να κοιμηθεί, ε;
Εν πάση περιπτώσει, η καμπίνα της Lufthansa ήταν ιδιαίτερα καλαίσθητη με το γκρι και το καφέ χρώμα να εναλλάσσονται δημιουργώντας ένα όμορφο οπτικά αποτέλεσμα. Αξίζει να σημειώσω ότι στο αεροσκάφος με το οποίο ταξίδεψα, ανάμεσα στις πρώτες έξι σειρές της business class και τις επόμενες δύο μεσολαβούσαν τουαλέτες, χώρος σερβιρίσματος και πόρτες. Το χαρακτηριστικό αυτό δίνει έναν πιο «πριβέ» χαρακτήρα στις σειρές 7 και 8 κατά την πτήση, αν και κατά την επιβίβαση περνά από μπροστά τους ολόκληρο το αεροπλάνο!
Η θέση ήταν εξαιρετικά αναπαυτική. Παρ’ ό,τι είχα τη δυνατότητα, δε χρειάστηκε να προσαρμόσω ούτε μία φορά τη σκληρότητά της. Το κάθισμα διέθετε τρία τμήματα: ένα στα πόδια, ένα στη μέση και ένα στην πλάτη. Και τα τρία μπορούσα να τα ρυθμίσω ενώ παράλληλα είχα και την επιλογή για μασάζ στη μέση. Με το πάτημα ενός πλήκτρου, το κάθισμα προσαρμοζόταν σε τρεις διαφορετικές στάσεις: καθίσματος, χαλάρωσης και ύπνου.
Η οθόνη αφής ήταν της τάξης των 18 ιντσών με την κλίση της να ρυθμίζεται. Ο έλεγχός της γινόταν είτε μέσω αφής, είτε με το ειδικό χειριστήριο. Ακριβώς από κάτω βρίσκονταν δύο αποθηκευτικοί χώροι οι οποίοι όμως κάλυπταν μόλις τις βασικές ανάγκες –και ο ένας εξ αυτών περιελάμβανε την καρτέλα με τις οδηγίες ασφαλείας, το περιοδικό της Lufthansa και τη λοιπή χαρτούρα. Πλάι στην οθόνη υπήρχε ένας ακόμα ελεύθερος χώρος δύο επιπέδων. Στο χαμηλότερο ο επιβάτης μπορούσε να απλώσει τα πόδια του καθώς καθόταν ενώ χωρούσε και ένα μικρό backpack. Το επάνω ήταν πρακτικά η προέκταση του καθίσματος όταν αυτό οριζοντιωνόταν πλήρως.
Τα ακουστικά της AKG με το ειδικό βύσμα τριών ακροδεκτών που συνόδευαν την κάθε θέση ήταν ό,τι καλύτερο έχω δει σε αεροσκάφος. Διέθεταν τεχνολογία απομόνωσης εξωτερικών θορύβων, προσφέροντας μία κορυφαία εμπειρία ακρόασης σε περίπτωση που ο επιβάτης αποφάσιζε να χρησιμοποιήσει το σύστημα ψυχαγωγίας της Lufthansa.
Τουαλέτες υπήρχαν τόσο στο μπροστινό, όσο και στο πίσω τμήμα του χώρου. Μεγάλες σε μέγεθος (όχι τόσο μεγάλες όσο εκείνες της business class στο A380 της εταιρείας αλλά σίγουρα μεγαλύτερες από αυτές της Air Canada). Ήταν πλήρως εξοπλισμένες για τις ανάγκες ενός τέτοιου ταξιδιού, διαθέτοντας μεταξύ άλλων κρέμες για το πρόσωπο και τα χέρια, ξυραφάκια, στοματικό διάλυμα και τσατσάρες.
Σέρβις
Η Lufthansa προσέφερε σε κάθε επιβάτη έναν branded amenity kit με τα απαραίτητα αξεσουάρ (μάσκα ύπνου, κάλτσες, οδοντόκρεμα, οδοντόβουρτσα, στοματικό διάλυμα, μαντηλάκι καθαρισμού γυαλιών και –κρατηθείτε- καλύμματα ακουστικών ώστε τα τελευταία να μην έρχονται σε επαφή με τα αυτιά).
Μπαίνοντας στο αεροσκάφος ήμουν αφάνταστα κουρασμένος, οπότε ήξερα εξ αρχής πώς θα περνούσα την πτήση μου. Με το που έσβησε η ένδειξη των ζωνών ασφαλείας προσάρμοσα το κάθισμά μου στη θέση ύπνου, τυλίχτηκα με την κουβέρτα, φόρεσα τα ακουστικά (Sony WH-1000XM3 –σας τα προτείνω ανεπιφύλακτα) μου και… κατέβασα διακόπτες. Τα χωρίσματα μεταξύ των τμημάτων του καθίσματος γίνονταν αισθητά και δε σας κρύβω ότι με ενόχλησαν στην αρχή, ωστόσο μετά από λίγο μάλλον συνήθισα.
Η επόμενη φορά που άνοιξα τα μάτια μου ήταν λίγο πριν αφήσουμε το FIR του Λονδίνου, γύρω στη μία-μιάμιση ώρα πριν την προσγείωση. Ανανεωμένος και γεμάτος ενέργεια, χρησιμοποίησα την τουαλέτα για να φρεσκαριστώ, πριν προχωρήσω στο πρωινό που σερβιρίστηκε λίγα λεπτά αργότερα. Έφαγα τρία-τέσσερα ψωμάκια και κρουασάν, τα περισσότερα φρούτα, μούσλι με κομπόστα και ήπια και ένα εσπρεσάκι ξεκινώντας τη μέρα μου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο –τηρουμένων των συνθηκών.
Απ’ ό,τι πληροφορήθηκα το δείπνο και ιδιαίτερα το φιλέτο σολομού ήταν αρκετά γευστικό και όσο πικάντικο χρειαζόταν. Κατά την αλλαγή του χρόνου (ω ναι, δεν πήρα χαμπάρι) το προσωπικό καμπίνας αντάλλαξε ευχές με τους επιβάτες προσφέροντας σαμπάνια με φράουλες και σαντιγί (στη business class τουλάχιστον) ενώ ευχές έδωσε και ο κυβερνήτης. Όσο κοιμόμουν πάντως, το πλήρωμα γέμιζε διαρκώς το ποτήρι μου με νερό ενώ μου άφησε και δύο σοκολατάκια πραλίνας.
Internet στην πτήση
Η Lufthansa προσέφερε internet κατά την πτήση, μόνο που έχοντας κοιμηθεί στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, το θέμα δε με άγγιξε καθόλου. Σε αυτή τη μία-μιάμιση ώρα που έμεινα ξύπνιος, προτίμησα να κουβεντιάσω, να ασχοληθώ με το πρωινό μου και να συνέλθω.
H πρόσβαση στο διαδίκτυο πάντως προσφερόταν μέσω της υπηρεσίας FlyNet της Lufthansa. Διατίθεντο δε τρία πακέτα: ένα για chatting με ταχύτητες έως 64 Kbps και κόστος €7, ένα για σερφάρισμα με ταχύτητες έως 400 Kbps και μέγιστο όγκο 500 MB στα €17 και ένα για ακόμα πιο βαριά χρήση με μέγιστο όγκο 1 GB και κόστος €29.
Αν έμενα ξύπνιος, θα είχα καταλήξει μάλλον στο τελευταίο, ωστόσο χωρίς να γνωρίζω τις ταχύτητες που θα απολάμβανα, σαν προσφορά θα ήταν υποδεέστερη εκείνης της Air Canada.
Εντυπώσεις
Με τις μνήμες του ταξιδιού μου νωπές, δε γίνεται να αποφύγω τη σύγκρισή της business class της Lufthansa με τη Signature Class της Air Canada και δυστυχώς για την πρώτη, ηττάται κατά κράτος. Η πρόταση των Καναδών είναι περισσότερο μοντέρνα, κατά τι πιο ξεκούραστη (αν και δεν προτίμησα να κοιμηθώ για εξίσου μεγάλο χρονικό διάστημα) και με μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιωτικότητα.
Όχι πως το προϊόν των Γερμανών είναι… σκάρτο. Η business class του Airbus A350 της Lufthansa μου προσέφερε μια αξιοσημείωτη εμπειρία. Άνετη και ξεκούραστη, πρόκειται για ένα άκρως εντυπωσιακό προϊόν, ικανό να επιτρέψει σε έναν απαιτητικό ταξιδιώτη να διασχίσει τον Ατλαντικό ανανεωμένος και με τη μικρότερη δυνατή ταλαιπωρία.